Η υπέρταση ορίζεται ως η μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης άνω των 140/90 mmHg. Αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια. Τα αίτια περιλαμβάνουν γενετικούς παράγοντες, παχυσαρκία, υπερβολική κατανάλωση αλατιού, έλλειψη άσκησης, κάπνισμα και χρόνιο άγχος. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι καθοριστικές για την πρόληψη επιπλοκών όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου και νεφρική ανεπάρκεια.
Στην Ελλάδα διατίθενται πέντε κύριες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων που έχουν εγκριθεί από τον ΕΟΦ. Αυτές περιλαμβάνουν τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE inhibitors), τους ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ARBs), τους αναστολείς των διαύλων ασβεστίου, τα διουρητικά και τους βήτα-αναστολείς. Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του ασθενούς, συνυπάρχουσες παθήσεις και ανεπιθύμητες ενέργειες.
Οι ACE αναστολείς όπως η εναπρίλη και οι ARBs όπως η λοσαρτάνη και βαλσαρτάνη αποτελούν θεραπεία πρώτης γραμμής για την υπέρταση. Δρουν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, μειώνοντας την περιφερική αντίσταση και την κατακράτηση νατρίου. Παρέχουν καρδιοπροστατευτική και νεφροπροστατευτική δράση, ιδίως σε διαβητικούς ασθενείς. Οι ARBs προτιμώνται όταν υπάρχει δυσανεξία στους ACE αναστολείς λόγω βήχα.
Η υδροχλωροθειαζίδη αποτελεί κλασικό διουρητικό που αυξάνει την απέκκριση νατρίου και νερού, μειώνοντας τον όγκο του αίματος. Η ατενολόλη, ένας επιλεκτικός βήτα-αναστολέας, μειώνει την καρδιακή συχνότητα και τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου. Και τα δύο φάρμακα χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ελλάδα για τη θεραπεία της υπέρτασης, ιδίως σε συνδυασμένες φαρμακευτικές μορφές.
Η στεφανιαία νόσος προκαλείται από αθηροσκληρωτικές πλάκες που στενεύουν τα στεφανιαία αγγεία, περιορίζοντας την παροχή αίματος στο μυοκάρδιο. Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν θωρακικό πόνο (στηθάγχη), δύσπνοια, κόπωση και παλμούς. Ο πόνος συχνά εκδηλώνεται κατά την άσκηση και υποχωρεί με ανάπαυση. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η υπερχοληστερολαιμία, ο διαβήτης, το κάπνισμα, η οικογενειακή ιστορία και η υπέρταση. Η έγκαιρη αντιμετώπιση είναι κρίσιμη για την πρόληψη του εμφράγματος.
Τα νιτρώδη παράγωγα όπως η ισοσορβίδη και η νιτρογλυκερίνη αποτελούν θεμελιώδη θεραπεία για τη στηθάγχη. Δρουν ως αγγειοδιασταλτικά, μειώνοντας την προφόρτιση και μετεφόρτιση της καρδιάς, με αποτέλεσμα τη μείωση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο. Η νιτρογλυκερίνη χρησιμοποιείται υπογλώσσια για άμεση ανακούφιση των επεισοδίων στηθάγχης, ενώ η ισοσορβίδη παρέχει μακρόχρονη προφύλαξη.
Η ασπιρίνη σε χαμηλές δόσεις (75-100mg) και η κλοπιδογρέλη αποτελούν θεμελιώδη αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα για τη στεφανιαία νόσο. Η ασπιρίνη αναστέλλει τη συκλοοξυγενάση-1, ενώ η κλοπιδογρέλη αναστέλλει τους υποδοχείς P2Y12 των αιμοπεταλίων. Μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο θρομβωτικών επεισοδίων και χορηγούνται είτε μεμονωμένα είτε σε διπλή αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία, ανάλογα με την κλινική εικόνα και τους παράγοντες κινδύνου αιμορραγίας του ασθενούς.
Οι στατίνες όπως η ατορβαστατίνη και σιμβαστατίνη αποτελούν την κύρια θεραπεία για τη δυσλιπιδαιμία στη στεφανιαία νόσο. Αναστέλλουν την HMG-CoA αναγωγάση, μειώνοντας τη σύνθεση χοληστερόλης και αυξάνοντας την έκφραση των LDL υποδοχέων. Εκτός από τη μείωση της LDL χοληστερόλης, παρέχουν πλειοτροπικές δράσεις:
Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί σύνδρομο όπου η καρδιά αδυνατεί να αντλήσει αρκετό αίμα για τις ανάγκες του οργανισμού. Κύριες αιτίες είναι η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση και οι βαλβιδοπάθειες. Διακρίνεται σε τέσσερα στάδια NYHA: Ι (ασυμπτωματικό), ΙΙ (ήπια συμπτώματα), ΙΙΙ (μέτρια περιορισμός) και ΙV (σοβαρά συμπτώματα ηρεμίας). Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι κρίσιμες για την πρόγνωση.
Τα διουρητικά της αγκύλης αποτελούν θεμελιώδη θεραπεία για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η φουροσεμίδη και η τορασεμίδη αναστέλλουν τη Na-K-2Cl αντλία στην αγκύλη του Henle, προκαλώντας ισχυρή διούρηση. Μειώνουν το οίδημα και τη δύσπνοια, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής. Απαιτείται παρακολούθηση ηλεκτρολυτών και νεφρικής λειτουργίας.
Η διγοξίνη αναστέλλει τη Na-K ATPάση, αυξάνοντας το ενδοκυττάριο ασβέστιο και τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου. Επιβραδύνει επίσης τον κολποκοιλιακό αγωγό, χρησιμοποιούμενη σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Έχει στενό θεραπευτικό εύρος και απαιτεί προσεκτική δοσολογία και παρακολούθηση επιπέδων αίματος για αποφυγή τοξικότητας.
Ο συνδυασμός σακουμπιτρίλη/βαλσαρτάνη αντιπροσωπεύει καινοτόμο προσέγγιση στην καρδιακή ανεπάρκεια. Συνδυάζει αναστολή νεπρισίνης με αναστολή υποδοχέων αγγειοτενσίνης, βελτιώνοντας σημαντικά την πρόγνωση. Μειώνει τη θνητότητα και τις εισαγωγές στο νοσοκομείο. Ενδείκνυται σε ασθενείς με μειωμένο κλάσμα εξώθησης παρά βέλτιστη συμβατική θεραπεία.
Οι αρρυθμίες κατηγοριοποιούνται σε υπερκοιλιακές και κοιλιακές. Οι κύριοι τύποι περιλαμβάνουν:
Η αξιολόγηση επικινδυνότητας καθορίζει τη θεραπευτική προσέγγιση και την ανάγκη άμεσης παρέμβασης για πρόληψη αιφνίδιου θανάτου.
Τα αντιαρρυθμικά κλάσης I αναστέλλουν τα κανάλια νατρίου, επιβραδύνοντας την αγωγή. Η φλεκαϊνίδη και προπαφαινόνη (κλάση IC) χρησιμοποιούνται κυρίως για υπερκοιλιακές αρρυθμίες σε ασθενείς χωρίς δομική καρδιοπάθεια. Αποτελεσματικά για διατήρηση φλεβοκομβικού ρυθμού μετά καρδιοστροφή κολπικής μαρμαρυγής. Αντενδείκνυται σε ισχαιμική καρδιοπάθεια λόγω αυξημένης θνητότητας.
Η αμιωδαρόνη αποτελεί αντιαρρυθμικό ευρέος φάσματος με πολλαπλούς μηχανισμούς δράσης. Ενδείκνυται για απειλητικές ζωής κοιλιακές αρρυθμίες και διατήρηση φλεβοκομβικού ρυθμού. Έχει μακρό χρόνο ημιζωής και σημαντικές παρενέργειες (θυροειδής, πνεύμονες, ήπαρ). Απαιτεί προεπεμβατικό έλεγχο και τακτική παρακολούθηση οργανικής λειτουργίας.
Η αντιπηκτική αγωγή προλαμβάνει θρομβοεμβολικά επεισόδια στην κολπική μαρμαρυγή. Η βαρφαρίνη παραμένει πρότυπο αλλά απαιτεί τακτό έλεγχο INR. Τα νέα αντιπηκτικά όπως η ριβαροξαμπάνη προσφέρουν σταθερή αντιπηκτική δράση χωρίς παρακολούθηση. Η επιλογή βασίζεται στο σκορ CHA2DS2-VASc και τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Η θρόμβωση αποτελεί σοβαρή επιπλοκή που μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό επεισόδιο, πνευμονική εμβολή ή έμφραγμα του μυοκαρδίου. Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την κολπική μαρμαρυγή, τις μηχανικές βαλβίδες, την παρατεταμένη ακινησία και τις κληρονομικές θρομβοφιλίες. Η πρόληψη επιτυγχάνεται με αντιπηκτική αγωγή, κινητοποίηση και αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτίων. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι καθοριστικές για την πρόγνωση του ασθενούς.
Οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους αποτελούν θεμέλιο λίθο στην αντιπηκτική θεραπεία. Η εξοναπαρίνη και η δαλτεπαρίνη προσφέρουν προβλέψιμη αντιπηκτική δράση με μικρότερο κίνδυνο αιμορραγίας σε σχέση με την κλασική ηπαρίνη. Χορηγούνται υποδορίως σε καθημερινή βάση και δεν απαιτούν συνήθως παρακολούθηση των παραμέτρων πήξης. Χρησιμοποιούνται στην πρόληψη και θεραπεία της φλεβοθρόμβωσης, πνευμονικής εμβολής και σε καρδιολογικά σύνδρομα.
Τα νέα από του στόματος αντιπηκτικά (NOAC) έχουν επαναστατήσει τη θεραπευτική προσέγγιση της θρόμβωσης. Στην Ελλάδα διατίθενται η ριβαροξαμπάνη, η απιξαμπάνη, η ντομπιγκατράνη και η εδοξαμπάνη. Προσφέρουν σταθερή αντιπηκτική δράση χωρίς την ανάγκη τακτικών εργαστηριακών ελέγχων. Ενδείκνυνται για κολπική μαρμαρυγή, φλεβοθρόμβωση και πνευμονική εμβολή. Παρουσιάζουν λιγότερες φαρμακικές αλληλεπιδράσεις από τη βαρφαρίνη και βελτιωμένο προφίλ ασφάλειας. Η επιλογή εξατομικεύεται βάσει της νεφρικής λειτουργίας και των χαρακτηριστικών του ασθενούς.
Οι αλληλεπιδράσεις των καρδιαγγειακών φαρμάκων αποτελούν σημαντική κλινική πρόκληση που απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση. Οι ACE αναστολείς μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα καλίου όταν συνδυάζονται με καλιοσυντηρητικά διουρητικά. Η διγοξίνη παρουσιάζει αλληλεπιδράσεις με πολλά φάρμακα που επηρεάζουν τη νεφρική λειτουργία. Τα αντιπηκτικά αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας όταν συνδυάζονται με αντιαιμοπεταλιακά. Η στατίνες μπορεί να προκαλέσουν ραβδομυόλυση με ορισμένα αντιμυκητιασικά και αντιβιοτικά. Η αμιωδαρόνη επηρεάζει το μεταβολισμό πολλών φαρμάκων μέσω των ενζύμων CYP450.
Η συστηματική παρακολούθηση των ασθενών που λαμβάνουν καρδιαγγειακή φαρμακευτική αγωγή είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι περιλαμβάνουν μέτρηση της νεφρικής λειτουργίας, ηλεκτρολυτών, ηπατικών ενζύμων και παραμέτρων πήξης. Η καρδιακή λειτουργία αξιολογείται με υπερηχοκαρδιογραφία και ΗΚΓ. Η συχνότητα των ελέγχων εξαρτάται από το φάρμακο και την κατάσταση του ασθενούς. Η τακτική παρακολούθηση επιτρέπει την έγκαιρη ανίχνευση ανεπιθύμητων ενεργειών.
Η συμμόρφωση του ασθενούς στη θεραπεία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Για τη βελτίωση της συμμόρφωσης συνιστώνται:
Η εκπαίδευση του ασθενούς και η συνεχής υποστήριξη από το φαρμακείο συμβάλλουν στη βελτιστοποίηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων.